- πρωθευρετής
- πρωθ-ευρετής, οῦ, ὁ,A first discoverer, Nicom.Harm.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωθευρετής — ὁ, Α αυτός που πρώτος επινόησε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + εὑρετής (< εὑρίσκω)] … Dictionary of Greek
πρωθευρετήν — πρωθευρετής first discoverer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)